επίσπαση — η (Α ἐπίσπασις) [επισπώ] τράβηγμα νεοελλ. η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή τού δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση αρχ. τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐπισπάσῃ — ἐπισπάσηι , ἐπίσπασις drawing in fem dat sg (epic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπισπάω draw aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… … Dictionary of Greek
επισπαστικός — ή, ό (Α ἐπισπαστικός, ή, όν) [επίσπαστος] αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «επισπαστικά φάρμακα» αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα… … Dictionary of Greek
επισπαστικός — ή, ό 1. προσελκυστικός. 2. (ιατρ.), που προκαλεί επίσπαση (βλ. λ.): Επισπαστικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)