επίσπαση

επίσπαση
η
1. τράβηγμα.
2. (ιατρ.), θεραπευτική μέθοδος που με πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή του δέρματος εξουδετερώνει την υπεραιμία ή τη φλεγμονή στο βάθος οργάνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επίσπαση — η (Α ἐπίσπασις) [επισπώ] τράβηγμα νεοελλ. η πρόκληση τοπικής υπεραιμίας σε περιοχή τού δέρματος για να εξουδετερωθεί φλεγμονή οργάνου ή να προκληθεί τοπική νευρική διέγερση αρχ. τράβηγμα, απορρόφηση («καὶ τὴν ἐπίσπασιν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπισπάσῃ — ἐπισπάσηι , ἐπίσπασις drawing in fem dat sg (epic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw aor subj act 3rd sg (doric aeolic) ἐπισπά̱σῃ , ἐπισπάω draw fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπισπάω draw aor …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… …   Dictionary of Greek

  • επισπαστικός — ή, ό (Α ἐπισπαστικός, ή, όν) [επίσπαστος] αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «επισπαστικά φάρμακα» αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα… …   Dictionary of Greek

  • επισπαστικός — ή, ό 1. προσελκυστικός. 2. (ιατρ.), που προκαλεί επίσπαση (βλ. λ.): Επισπαστικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”